- Ἄρβηλα
- Ἄρβηλαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρβηλα — (Αrbela).Aρχαία ασσυριακή πόλη της Περσικής αυτοκρατορίας, στο σημερινό Ιράκ, ονομαστή για την περίφημη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον του Δαρείου Γ’ (331 π.Χ.). Αφού κατέλαβε όλες τις μεσογειακές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών… … Dictionary of Greek
Ἀρβήλας — Ἀρβήλᾱς , Ἄρβηλα fem acc pl Ἀρβήλᾱς , Ἄρβηλα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρβήλῃ — Ἄρβηλα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρβηλαν — Ἄρβηλα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… … Dictionary of Greek
Αβράμιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στα χρόνια 296 366 μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έδρασε ως ιεραπόστολος σε περιοχές που αγνοούσαν τον χριστιανισμό. H… … Dictionary of Greek
Arbela — (griechisch Ἄρβηλα) steht in der antiken Geographie für: eine Stadt im östlichen Assyrien, das heutige Arbil, Hauptstadt der Autonomen Region Kurdistan (Irak) eine befestigte Siedlung in Galiläa, das heutige Irbid in Jordanien ein Dorf im… … Deutsch Wikipedia
АРБЕЛЫ — • Arbēla, Άρβήλα, н. Эрбиль, главный город области Адиабены в Северной Ассирии, главная квартира Дария перед битвой при Гавгамелах (331 г. до Р. X.); последние лежали к западу отсюда в 600 стадиях расстояния на реке Бумаде. Arr. 3, 8 … Реальный словарь классических древностей
σώπολις — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός του Μ. Αλέξανδρου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και, κυρίως, σ’ εκείνην στα Άρβηλα, όπου διοικούσε σε ίλη ιππικού. 2. Γιατρός. Ο Λουκιανός τον θεωρεί «συνετόν άνδρα». Τα ιατρικά του συγγράμματα δε διασώθηκαν.… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek